Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ιλαρότητα

  • 1 оживление

    оживление с 1) (веселье) η ιλαρότητα, η φαιδρότητα 2) (движение, суета) η ( ζωηρή) κίνηση, η ζωηρότητα
    * * *
    с
    1) ( веселье) η ιλαρότητα, η φαιδρότητα
    2) (движение, суета) η (ζωηρή) κίνηση, η ζωηρότητα

    Русско-греческий словарь > оживление

  • 2 оживление

    ожив||ление
    с
    1. (действие) ἡ ἀναζωογόνηση[-ις]:
    \оживлениеление организма ἡ ἀναζωογόνηση τοῦ ὁργανισμού· экономическое \оживлениеление ἡ οἰκονομική ἀναζωογόνηση· \оживлениеление деятельности ἡ δραστηριοποίηση[-ις]·
    2. (веселость, живость) ἡ εὐθυμία, ἡ φαιδρότητα, ἡ Ιλαρότητα:
    веселое \оживлениеление ἡ Ιλαρότητα·
    3. (движение, суета) ἡ ζωηρότητα, ἡ ζωηράδα/ ἡ ζωηρή κίνηση (на улице и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > оживление

  • 3 искристый

    επ., βρ: -ист, -а, -о.
    1. σπινθηροβόλος.
    2. αφρώδης•

    -ое вино αφρώδης οίνος.

    3. μτφ. φαιδρός•

    искристый смех φαιδρό γέλιο•

    -ая веслость φαιδρότητα, ιλαρότητα, μεγάλη ευθυμία.

    Большой русско-греческий словарь > искристый

  • 4 оживление

    ουδ.
    1. αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα•

    оживление организма αναζωογόνηση του οργανισμού.

    2. ζωήρεψη, ζωηράδα• δυνάμωμα, τόνωση.
    3. ευθυμία, φαιδρότητα, ιλαρότητα.
    4. ζωηρή κίνηση•

    необычайное оживление на-улице ασυνήθιστη ζωηρή κίνηση στο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > оживление

  • 5 приподнятый

    επ. ото μτχ. ζωηρός, ευδιάθετος, εύθυμος, κεφάτος ιλαρός φαιδρός•

    -ое настроение ιλαρότητα φαιδρότητα, κέφι.

    || εμφαντικός, στομφώδης•

    приподнятый стиль στομφώδες ύφος, στυλ.

    Большой русско-греческий словарь > приподнятый

  • 6 смех

    -а (-у) α.
    1. το γέλιο, ο γέλωτας•

    не удержаться от -а δε μπορώ να κρατήσω τα γέλια•

    взрыв -а ξέσπασμα γέλιου•

    разражаться -ом ξεσπώ σε γέλια•

    неудержимый смех ακράτητο γέλιο•

    раскатистый смех καμπανιστό γέλιο, καγχασμός•

    подавить себе смех πνίγω (συγκρατώ) το γέλιο•

    меня разбирает смех με πιάνουν τα γέλια.

    || θυμηδία, ιλαρότητα, ευθυμία.
    2. ως κατηγ. είναι γελοίο• είναι για γέλια.
    εκφρ.
    -ом – (απλ.) αστεία (όχι σοβαρά)•
    без -у – εξόν (εκτός) τ αστεία (σοβαρά)•
    не до -а (-у) кому – δεν έχει διάθεση ή καιρό για γέλια•
    - у подобно – είναι για γέλια (λόγω ασχήμιας)•
    - а ради – για γέλια, για να γελάσομε• (и) -и горе; (и) смех и грех είναι για γέλιο και για κλάμα• (как) на (на) смех ακριβώς για γέλια•
    курам на смех – δε γελάτε κότες•
    простоκ. смех да и только βλ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > смех

См. также в других словарях:

  • ιλαρότητα — η καλή ψυχική διάθεση, ευθυμία, φαιδρότητα: Προκαλεί την ιλαρότητα μ αυτά που κάνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιλαρότητα — η (ΑΜ ἱλαρότης) [ιλαρός] ευθυμία, φαιδρότητα, ευχαρίστηση …   Dictionary of Greek

  • ἱλαρότητα — ἱλαρότης cheerfulness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιλαρός — ή, και ά, ό (ΑΜ ἱλαρός, ά, όν) 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. το ουδ. ως ουσ. το ιλαρό(ν) η ιλαρότητα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιλαρά εξανθηματικό μολυσματικό νόσημα που προκαλείται από διηθητό ιό μσν. καλοπροαίρετος αρχ. (για αίμα) αυτός που σφύζει 2 …   Dictionary of Greek

  • BION — I. BION Borysthenites Philosophus, et Sophista callidus, Philosophiam variô orationis flore vestivit. Laertius, l. 4. c. 46. Fertur hic dixifle ad eum, qui fundos suos ingluvie voraverat, Terra Amphiaraum absorbuit, sed terr am tu. Auditor… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιλάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ή Ιλαρίων. Ασκήτευσε κλεισμένος μέσα σε ένα πολύ στενό δωμάτιο. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε επί Τραϊανού, μαζί με τον θείο του Πρόκλο στην Άγκυρα της Γαλατίας. Η μνήμη τους… …   Dictionary of Greek

  • ιλαροποιός — ἱλαροποιός, όν (Α) αυτός που χαρίζει ιλαρότητα, χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, κακο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • ιλαρυντικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ιλαρότητα, χαροποιός, χαρμόσυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρύνω + κατάλ. τικος (πρβλ. καλλυν τικός, μεγεθυν τικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • καλοκαρδιά — η (Μ καλοκαρδία) 1. ευφρόσυνη διάθεση, καλή, ανοιχτή καρδιά, καλοκαγαθία 2. ευθυμία, ευχάριστη διάθεση, ιλαρότητα νεοελλ. ψυχική αγαθότητα, καλοσύνη …   Dictionary of Greek

  • φαιδρότητα — η / φαιδρότης, ητος, ΝΜΑ [φαιδρός] ευθυμία, χαρά, ιλαρότητα νεοελλ. συνεκδ. γελοίος λόγος ή γελοία πράξη αρχ. λάμψη, ακτινοβολία («φαιδρότης ὀφθαλμῶν», Πολυδ.) …   Dictionary of Greek

  • φιλαίθριος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά τον καθαρό αέρα 2. μτφ. αυτός που αγαπά την φαιδρότητα, την ιλαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αἴθριος «καθαρός, ανέφελος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»